- κεντροφόρων
- κεντροφόροςwith a stingmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλικοδόμος — (chalicodomus). Γένος υμενόπτερων εντόμων του αθροίσματος των κεντροφόρων, της οικογένειας των μελισσιδών. Περιλαμβάνει μελανού χρώματος μέλισσες, που ζουν σε αποικίες. Οι χ. κατασκευάζουν τις φωλιές τους από λάσπη κατά μήκος των τοίχων ή των… … Dictionary of Greek
ωοαποθέτης — Όργανο των θηλυκών εντόμων (κυρίως ορθόπτερα και υμενόπτερα), με το οποίο διοχετεύουν τα αβγά τους στο έδαφος ή στους ιστούς ζωικών και φυτικών οργανισμών, όπου το έμβρυο μπορεί να βρει το καταλληλότερο περιβάλλον για την ανάπτυξή του. Λέγεται… … Dictionary of Greek
βεσπίδες — (vespidae). Οικογένεια υμενοπτέρων κεντροφόρων εντόμων, με κυριότερο εκπρόσωπό τους τη βέσπη, που συγχέεται από πολλούς με τη σφήκα. Οι β. κατασκευάζουν τις φωλιές τους στα κλαδιά των δέντρων, στις άκρες της στέγης των σπιτιών ή σε τρύπες στο… … Dictionary of Greek